- σαμντάνι
- και σαμτάνι, το, Νκηροπήγιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. samdan].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαμντάνι — το (λ. τουρκ.), κηροπήγιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)